προφήτων

προφήτων
προφάω
shine forth
pres imperat act 3rd pl (doric)
προφάω
shine forth
pres imperat act 3rd dual (doric)
προφάω
shine forth
pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
προφάω
shine forth
pres imperat act 3rd dual (epic doric ionic aeolic)
προφάω
shine forth
pres imperat act 3rd dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προφητῶν — προφήτης one who speaks for a god and interprets his will masc gen pl προφητάζω fut part act masc voc sg προφητάζω fut part act neut nom/voc/acc sg προφητάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nazarene (title) — For other uses, see Nazarene (disambiguation). Mary s Well, said to be the site of the Annunciation, Nazareth, 1917 Nazarene is a title applied to Jesus (c. 4 BC c. AD 30), who grew up in Nazareth …   Wikipedia

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Nicene Creed — Icon depicting Emperor Constantine (center) and the Fathers of the First Council of Nicaea of 325 as holding the Niceno–Constantinopolitan Creed of 381 The Nicene Creed (Latin: Symbolum Nicaenum) is the creed or profession of faith (Greek:… …   Wikipedia

  • δοξαράς — I Επώνυμο επτανησιακής οικογένειας με καταγωγή από τη Μάνη, μέλη της οποίας υπήρξαν γνωστοί ζωγράφοι, κληρικοί και στρατιωτικοί. 1. Δημήτριος (; – 1771). Ζωγράφος και στρατιωτικός. Ήταν γιος του Παναγιώτη (βλ. 4.) και αδελφός του Νικόλαου (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της …   Dictionary of Greek

  • προφητισμός — Κάθε θρησκευτικό κίνημα το οποίο, σύμφωνα με το παράδειγμα που παρέχει η δράση των βιβλικών προφητών, βασίζεται στο κήρυγμα ενός προφήτη. Ένα τέτοιο κήρυγμα αρχίζει συνήθως ύστερα από ένα ασυνήθιστο γεγονός –συνήθως ένα όραμα– που ασκεί… …   Dictionary of Greek

  • Comparison of Nicene Creeds of 325 and 381 — The Nicene Creed was originally composed at the First Council of Nicaea in 325, and subsequently revised at the Second Ecumenical Council (the First Council of Constantinople) in 381. The following table displays side by side both forms of this… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”